Άρειος Πάγος 1435/2018

 Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε, ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio), είναι έγκυρη.

 

Περίληψη

 

Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας (άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ) απαγορεύεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικά όρια, σε αντίθετη δε περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), με συνέπεια ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται – όπως και πριν – τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί την αποδοχή τους, να έχει υποχρέωση να καταβάλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ.

 

Ειδικώς, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για οικονομικούς λόγους που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στην διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η καταγγελία, όμως, της εργασιακής συμβάσεως εργαζομένου στην επιχείρηση, που αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της, ελέγχεται από τα δικαστήρια από την άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση αυτού. Όπως επίσης ελέγχεται δικαστικώς και ο τρόπος επιλογής του συγκεκριμένου εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του ΑΚ.

 

Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ.1, 653, 656, 349 έως 351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, ανήκει η επιλογή των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχειρήσεώς του και συνακόλουθα η εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην ορθολογικότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του, για την επίτευξη του οικονομικού της σκοπού, στα οποία (θέματα) εμπίπτει και ο καθορισμός του τομέα απασχολήσεως του κάθε εργαζόμενου σ’ αυτήν και η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του.

 

Από τις ίδιες, όμως, ως άνω διατάξεις συνάγεται (και) ότι συντρέχει βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα ζημία στον εργαζόμενο, υλική ή ηθική .

 

Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματός του αυτού, δηλαδή την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως, διαφορετικά δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος.

 

Η μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως από τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν καθ’ εαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας, παρέχει, όμως, στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχθηκε τη μεταβολή ρητά ή σιωπηρά, το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής συμβάσεως και να εξακολουθήσει να παρέχει την εργασία του με τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή και, αν ο εργοδότης δεν την αποδεχθεί και γίνει έτσι υπερήμερος, να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή των αποδοχών του.

 

Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε, ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio), είναι έγκυρη.

 

Διαφορετικά, η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για τον εργαζόμενο μέτρο, παρά το γεγονός ότι είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς του με δυσμενέστερους όρους εργασίας, καθιστά την καταγγελία καταχρηστική (ΑΠ 595/2015, ΑΠ 1199/2002).

 

Αριθμός 1435/2018

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Σοφία Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Π. Κ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Κατσαντωνοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Κυνηγητικού Σωματείου με την επωνυμία «…» που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Βρόντο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας.

 

Εκδόθηκε η 95/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 13/12/2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Επί της από 12.02.2013 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος εκδόθηκε η 95/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και ειδικότερα: α) αναγνωρίστηκε ότι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο υποχρεούται να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των 6.169,98 ευρώ, (2.394,32 ευρώ για την εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου + 3.775,66 ευρώ για διαφορά μεταξύ νόμιμης και καταβληθείσας αποζημίωσης απόλυσης) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) υποχρεώθηκε το αναιρεσίβλητο να καταβάλει το ποσό των 17.517,70 ευρώ (14.911,49 ευρώ για διαφορές μεταξύ νομίμου και καταβληθέντος μισθού + 2.606,21 ευρώ, για διαφορές δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας) με το νόμιμο τόκο κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του διατακτικού της. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στο εναγόμενο κατά την 17.10.2016 και όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη το αναιρεσίβλητο Σωματείο άσκησε την από 24.10.2016 ( αριθ. καταθ. 104/26.10.2016) έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία ζήτησε την εξαφάνισή της κατά το μέρος που έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή. Ήδη, με την ένδικη από 13.12.2016 αναίρεση ο ενάγων προσβάλλει τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν από το εναγόμενο σωματείο με την ως άνω έφεση. Κατ’ ακολουθία αυτών, με την ως άνω από 13.12.2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ως άνω 95/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντος ως προς τα αιτήματα: α) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, β) της υποχρέωσης αποδοχής των προσφερομένων υπηρεσιών, γ) της καταβολής μισθών υπερημερίας και δ) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ, ΟλΑΠ 10/2018) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).

 

Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας (άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ) απαγορεύεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικά όρια, σε αντίθετη δε περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), με συνέπεια ο εργοδότης να υποχρεούται να δέχεται – όπως και πριν – τις υπηρεσίες του μισθωτού και, αν καταστεί υπερήμερος περί την αποδοχή τους, να έχει υποχρέωση να καταβάλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 του ΑΚ. Ειδικώς, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για οικονομικούς λόγους που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στην διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η καταγγελία, όμως, της εργασιακής συμβάσεως εργαζομένου στην επιχείρηση, που αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της, ελέγχεται από τα δικαστήρια από την άποψη της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, δηλαδή αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέσων, όπως απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή μερική απασχόληση αυτού. Όπως επίσης ελέγχεται δικαστικώς και ο τρόπος επιλογής του συγκεκριμένου εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 του ΑΚ. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ.1, 653, 656, 349 έως 351, 361, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη, με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, ανήκει η επιλογή των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχειρήσεώς του και συνακόλουθα η εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην ορθολογικότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του, για την επίτευξη του οικονομικού της σκοπού, στα οποία (θέματα) εμπίπτει και ο καθορισμός του τομέα απασχολήσεως του κάθε εργαζόμενου σ’ αυτήν και η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του. Από τις ίδιες, όμως, ως άνω διατάξεις συνάγεται (και) ότι συντρέχει βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα ζημία στον εργαζόμενο, υλική ή ηθική . Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματός του αυτού, δηλαδή την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως, διαφορετικά δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Η μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως από τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν καθ’ εαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας, παρέχει, όμως, στον εργαζόμενο, που δεν αποδέχθηκε τη μεταβολή ρητά ή σιωπηρά, το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής συμβάσεως και να εξακολουθήσει να παρέχει την εργασία του με τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή και, αν ο εργοδότης δεν την αποδεχθεί και γίνει έτσι υπερήμερος, να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή των αποδοχών του. Ο εργοδότης, στα πλαίσια οικονομικής ή τεχνικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, μπορεί, στην περίπτωση που είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεως του εργαζομένου με διαφορετικούς (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, που είναι, οπωσδήποτε, ηπιότερο από την απόλυση μέτρο, να προτείνει στον εργαζόμενο την τροποποίηση αυτή και μόνον όταν αυτός την απορρίψει, να προχωρήσει στην καταγγελία, η οποία τότε, αποτελούσα το έσχατο μέσο (ultima ratio), είναι έγκυρη. Διαφορετικά, η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για τον εργαζόμενο μέτρο, παρά το γεγονός ότι είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχολήσεώς του με δυσμενέστερους όρους εργασίας, καθιστά την καταγγελία καταχρηστική (ΑΠ 595/2015, ΑΠ 1199/2002).

 

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ο δε προβλεπόμενος από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται αν από τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, οι οποίες συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της, αν δηλαδή γεννώνται αμφιβολίες για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου από το δικαστήριο της ουσίας. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε πλημμέλειες, που σχετίζονται με την διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, με την παράθεση, δηλαδή, των περιστατικών που αποδείχθηκαν και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. (ΑΠ 595/2015).

Από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 967/2015). Eξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου νοείται το διαγνωστικό σφάλμα (εσφαλμένη ανάγνωση) του δικαστηρίου εξαιτίας του οποίου αποδόθηκε στο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό και το οποίο ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως εφόσον συνέβαλε αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου και έτσι αυτό κατέληξε σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 196/2012, ΑΠ 13/2007, ΑΠ 305/2009 ΤΝΠ Νόμος).

 

Στη προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 12.02.2013 αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι κατά την 07.11.1997 προσλήφθηκε από το εναγόμενο σωματείο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί με ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου – ειδικού γραμματέα. Ότι συμφωνήθηκε να εργάζεται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκταώρου ημερησίως. Ότι ενώ από την αρχή της πρόσληψής του φερόταν να έχει προσληφθεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου – ειδικού γραμματέα, στην πραγματικότητα του είχε ανατεθεί και η λογιστική επιμέλεια των οικονομικών του εναγομένου, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα για πενθήμερη εργασία εβδομαδιαίως σε οκτάωρη βάση ημερησίως, αυτός υποχρεώθηκε από το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του επί 13 ώρες ημερησίως, αλλά και κάποιες από τις ημέρες του Σαββάτου και δη επί οκτώ (8) ώρες. Ότι το εναγόμενο, μολονότι ο ενάγων προσέφερε πέραν των διοικητικών και τις λογιστικές υπηρεσίες, κατέβαλε σ’ αυτόν τον μισθό που αντιστοιχούσε στο διοικητικό προσωπικό και όχι στο λογιστικό-οικονομικό προσωπικό και ότι αντίστοιχα με βάση τον μισθό του διοικητικού προσωπικού του κατέβαλε και τα δώρα εορτών και τα επιδόματα αδείας. Ότι, το εναγόμενο δεν του κατέβαλε προσηκόντως τις αποδοχές αδείας, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή. Ότι περαιτέρω, από την πρόσληψή του, ο ίδιος προσέφερε τις υπηρεσίες του προσηκόντως στο εναγόμενο, μέχρι και την 22.11.2013, οπότε και το τελευταίο κοινοποίησε στον ενάγοντα εγγράφως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας , επικαλούμενο μείωση των εσόδων του. Ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη λόγω : α) της αντίθεσης της στο άρθρο 281 Α.Κ. , επειδή δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και η καταγγελία της σύμβασης μπορούσε να αποτραπεί με ηπιότερα μέτρα και με προβάδισμα στα συμφέροντα του ενάγοντος, που ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί για την εξεύρεση της λύσης του ζητήματος, και β) της αντίθεσης στο άρθρο 38 παρ. 8 του ν. 1892/1990, αφού η καταγγελία έγινε για το λόγο ότι ο ενάγων δεν δέχθηκε την πρόταση του εναγομένου σωματείου για μερική του απασχόληση. Επικουρικώς δε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη, επειδή δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αλλά ποσό κατώτερο αυτής, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι, παρά τις οχλήσεις του, το εναγόμενο δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα τις διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως ειδικότερα οι διαφορές αυτές παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτή (αγωγή). Ενόψει αυτών, ο ενάγων ζήτησε: 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, με απειλή χρηματικής ποινής, ποσού 300 ευρώ, για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του 2) κατ’ επιτρεπτό περιορισμό της αγωγής α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 18.575,24 ευρώ για τις διαφορές του μισθού του καθώς και για τις διαφορές των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας από τον Ιανουάριο του 2009 έως και τις 22-11-2013 και β) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο σωματείο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα: i) το ποσό των 4.092,83 ευρώ για την παροχή εργασίας του, κατά τις ημέρες του Σαββάτου και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013, ii) το ποσό των 5.948,82 ευρώ ως αποζημίωση για την μη χορήγηση όλων των ημερών αδείας , των ετών 2009 – 2012, iii) το ποσό των 13.851,60 ευρώ για την αμοιβή του από την παροχή υπερεργασίας και υπερωριακής του εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι και 22-11-2013, iv) το ποσό των 23.269,42 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα από την απόλυσή του και μέχρι και την 31-12-2014 λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, v) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική του αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου και vi) επικουρικώς, και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, το ποσό των 3.775,66 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που του κατέβαλε το εναγόμενο από αυτή που έπρεπε να του καταβληθεί. Επικουρικά, ο ενάγων ζητεί το ως άνω συνολικό ποσό, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, γιατί κατά το ποσό αυτό κατέστη πλουσιότερο το εναγόμενο σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία, αφού τα ανωτέρω ποσά το εναγόμενο θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο απασχολούσε στη θέση του με τις ίδιες συνθήκες και όρους με αυτόν. Επί της αγωγής αυτής , εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία , κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα σ’ αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς τις αξιώσεις αποδοχών και απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τα αιτήματα: α) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, β) της υποχρεωσης αποδοχής των προσφερομένων υπηρεσιών, γ) της καταβολής μισθων υπηρημερίας και δ) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. To Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως-μεταξύ των άλλων- τα ακόλουθα: «Το εναγόμενο σωματείο με την επωνυμία «…», το οποίο έχει ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1 του από 10-2- 1977 καταστατικού του, την οργάνωση των κυνηγών, την κυνηγητική κατάρτιση και την προαγωγή αυτών προς απόκτηση της αναγκαίας πειθαρχίας και συνείδησης για την εφαρμογή των διατάξεων της Θήρας, προσέλαβε στις 7-11- 1997 και δη μέσω προγράμματος επιχορήγησης εργοδοτών του ΟΑΕΔ, τον ενάγοντα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ( βλ. τις υπ’αριθμ. 14/9-10-1997 και 18/13-11-1997 πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου περί πρόσληψης του ενάγοντος και δη με σύμβαση αορίστου χρόνου που προσκομίζονται από τον ενάγοντα). Κατά τη συμφωνία, ο ενάγων θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο επί πενθημέρου εβδομαδιαίως και επί οκταώρου – διακεκομμένου – ημερησίως, με την ..ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου – ειδικού γραμματέα, και με αντικείμενο – μεταξύ άλλων- την τήρηση των πρακτικών, την λήψη των αιτήσεων χορήγησης ή ανανέωσης άδειας Θήρας, της προετοιμασίας του ελέγχου των αδειών, της τήρησης της αλληλογραφίας του εναγομένου. Ωστόσο, αποδείχθηκε, ότι στην πράξη και τουλάχιστον κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από το έτος 2009 και μέχρι την απόλυσή του, ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος και με την διαχείριση των οικονομικών και λογιστικών εργασιών του εναγομένου σωματείου. Ειδικότερα, πέραν των διοικητικών του καθηκόντων, κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, ήταν επιφορτισμένος και με την είσπραξη και καταμέτρηση των εσόδων του ταμείου, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων του εναγομένου, με την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, με την σύνταξη του ετήσιου ισολογισμού, αλλά και με την σύνταξη και την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του εναγομένου, ήτοι με αντικείμενο εργασιών που άπτεται οικονομικών-λογιστικών καθηκόντων και όχι διοικητικών. Τα ανωτέρω -περί άσκησης και λογιστικών καθηκόντων από τον ενάγοντα- αποδεικνύονται από τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ο μάρτυρας του ενάγοντος, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος του εναγομένου από το 2005 έως και το 2009, και από τα όσα ενόρκως βεβαιώνουν, στις υπ’αριθμ. 24124/2015 και 24125/2015 ένορκες βεβαιώσεις, ο Α. Π. και Χ. Μ., μέλη του εναγομένου, κάνοντας λόγο περί λογιστικών δραστηριοτήτων του ενάγοντος. Εξάλλου, και ο μάρτυρας του εναγομένου καταθέτοντας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου έκανε λόγο για σύνταξη του ισολογισμού από τον ίδιο ( τον μάρτυρα) με την συνδρομή του ενάγοντος, χωρίς να αναφερθεί σε οποιαδήποτε συμμετοχή του ταμία. Τα ανωτέρω, περί παροχής και λογιστικών υπηρεσιών από τον ενάγοντα, ενισχύονται έτι περαιτέρω και από τα ακόλουθα: α) από το ότι το ίδιο το εναγόμενο, στο υπ’ αριθμ. πρωτ. …-9-2013 έγγραφό του, με το οποίο πρότεινε στον ενάγοντα την σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης, κάνει λόγο για χορήγηση στον ενάγοντα και ειδικού – επιπρόσθετου του βασικού μισθού- μηνιαίου εισοδήματος για την λογιστική επιμέλεια των οικονομικών του Συλλόγου, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ενάγων απασχολούνταν και με την διαχείριση των οικονομικών και λογιστικών εργασιών του εναγομένου, β) από το ότι και στην γενική συνέλευση του εναγομένου, στις 6-11-2012, και κατά τη συζήτηση του θέματος που αφορούσε την τροποποίηση των άρθρων του προϋπολογισμό του έτους 2012 για την αύξηση της έκτακτης εισφοράς, στο ποσό των 15 ευρώ, υπήρξε παρέμβαση του ενάγοντος, ο οποίος διευκρίνισε – εξήγησε, ότι η τροποποίηση δεν αφορούσε το σύνολο του προϋπολογισμού, παρά μόνο τα άρθρα που αναφέρονται στα φιλοθηραματικά έσοδα – έξοδα, παρέμβαση η οποία δεν είχε λόγο να γίνει από τον ενάγοντα, αν ο τελευταίος δεν ήταν αυτός που ασχολούταν με την κατάρτιση του προϋπολογισμού (βλ. την υπ’ αριθμ. 180/6-11-2012 πράξη της Γενικής Συνέλευσης, που προσκομίζεται από το εναγόμενο, καθίσταται όμως κοινό αποδεικτικό μέσο και λαμβάνεται υπόψη για την απόδειξη ισχυρισμών και του αντιδίκου), γ) από το ότι, κατά τη συνέλευση των μελών του Δ.Σ., στις 4-11-2013, κατά την οποία και τέθηκε ως θέμα η συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και τα προβλήματα που φέρεται να έχει δημιουργήσει, συζητήθηκαν και καταχωρίσθηκαν αντιστοίχους στα πρακτικά που τηρήθηκαν τα ακόλουθα που παρατίθενται αμέσως κατωτέρω και δη αυτολεξεί: «πρέπει η κατάσταση αυτή να τερματιστεί και να μπει ένα τέλος στην δυσλειτουργία του Συλλόγου, καθώς ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ενημέρωση για τις λογιστικές υποχρεώσεις του Συλλόγου αδιαφορεί για την έγκαιρη τακτοποίησή τους»

«Το Δ.Σ. μετά από συζήτηση αποφασίζει να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο και τον ταμία του Συλλόγου να αναζητήσουν λογιστή ή φοροτεχνικό για να διεκπεραιώσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες και διαδικασίες που απαιτούνται για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας» . Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι ο ενάγων ήταν αυτός που στην πραγματικότητα διαχειριζόταν τις λογιστικές υποχρεώσεις του εναγομένου και όχι ο εκάστοτε ταμίας, ο οποίος μάλιστα «εξουσιοδοτείται» να αναζητήσει λογιστή ή φοροτεχνικό για την διεκπεραίωση των διαδικασιών καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, γεγονός που επίσης καταδεικνύει όχι μόνο την μη ενασχόληση του ταμία με τις λογιστικές – οικονομικές υποθέσεις του εναγομένου, αλλά και την έλλειψη γνώσεων προς τούτο (βλ. την προσκομιζόμενη, από το ίδιο το εναγόμενο, υπ’ αριθμ. 11/ 4-11-2013 πράξη της συνέλευσης). Ας σημειωθεί δε, ότι από τις εκθέσεις διοικητικού – οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου των ετών 2009-2013, που προσκομίζονται από τον ενάγοντα, συνάγεται ότι περιλαμβάνονται στα βιβλία που τηρούταν από το εναγόμενο και αυτό της απογραφής περιουσίας, του ταμείου, αλλά και ενταλμάτων και πληρωμών, απορριπτομένων των ισχυρισμών του εναγομένου ότι δεν τηρούσε το εναγόμενο οικονομικά βιβλία που να χρειάζονται συμπλήρωση σε καθημερινή βάση. Η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τα όσα βεβαιώνουν ενόρκως οι μάρτυρες, Ν. Π. και Ν. Β., στην υπ’ αριθμ 256/2015 ένορκη βεβαίωση, ούτε από τα προσκομιζόμενα (λιγοστά σε αριθμό) δελτία ανάληψης της Συνεταιριστικής Τράπεζας Καρδίτσας, και τα αποδεικτικά καταθέσεων εργοδοτικών εισφορών στην ΕΤΕ, που υπογράφονται από τον ταμία και όχι από τον ενάγοντα, τα οποία και δεν κρίνονται αρκετά για να αποδείξουν την καθημερινή και στην πράξη ενασχόληση του ταμία με την οικονομική – λογιστική διαχείριση του εναγομένου σωματείου. Ούτε εξάλλου μόνη η υπογραφή των ισολογισμών των ετών 2009-2013 από τον εκάστοτε ταμία του εναγομένου, αποδεικνύει ότι ο ταμίας ήταν αυτός που ασχολούνταν με την οικονομική διαχείριση του εναγομένου, καθόσον μάλιστα και ο ίδιος ο μάρτυρας του εναγομένου καταθέτοντας ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου έκανε λόγω για κατάρτιση των ισολογισμών από τον ίδιο με την συνδρομή του ενάγοντα. Και μπορεί μεν, καθ’ όλη τη διάρκεια της παροχής εργασίας του ενάγοντος στο εναγόμενο σωματείο, να υπήρχε ταυτόχρονα και ο εκάστοτε οριζόμενος ταμίας, ωστόσο ο ρόλος του ταμία, ήταν απλός και τυπικός χωρίς καμία ουσιαστική ενασχόληση με τις οικονομικές υποθέσεις του εναγομένου, υπογράφοντας μόνο τα έγγραφα που άπτονταν οικονομικών ζητημάτων και που έπρεπε (κατά το νόμο και το καταστατικό) να υπογραφούν από τον ταμία του εναγομένου. Το ότι ο ταμίας δεν είχε ουσιαστική ενασχόληση με την οικονομική – λογιστική διαχείριση των υποθέσεων του εναγομένου, λαμβάνοντας μόνο σχετική ενημέρωση για την πορεία αυτών αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ήταν απών σε καθημερινή βάση από τον εναγόμενο σύλλογο, ως εξάλλου παραδέχθηκε καταθέτοντας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ο μάρτυρας του εναγομένου. Ας σημειωθεί δε, ότι ο ταμίας του εναγομένου ήταν δημόσιος υπάλληλος μεταξύ των μελών του εναγομένου, που τοποθετούνταν στη θέση του ταμία, κατόπιν απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας και μετά από πρόταση της εποπτεύουσας αρχής του εναγομένου σωματείου ήτοι του Δασαρχείου. Ειδικότερα, δε και όσον αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχαν οριστεί ως ταμίες τα ακόλουθα πρόσωπα: στις 21-4-2009, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας Κ. Κ., υπάλληλος της ΕΛ-ΑΣ, στις 27-4-2011 ο Δ. Φ., υπάλληλος της ΕΛ.ΑΣ και στις 29-4-2013, ο Η. Μ. Σωφρονιστικός Υπάλληλος ( βλ. τις υπ’αριθμ. πρωτ. …/21-4-2009, …/27-4- 2011 και …/…52/29-4-2013 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας που προσκομίζει το εναγόμενο)……..Από το έτος 2010 άρχισε να παρατηρείται μία πτώση στα έσοδα του εναγομένου σωματείου και τούτο λόγω της σταδιακής μείωσης των αιτήσεων για την έκδοση νέων αδειών Θήρας, που αποτελούσαν και το κυριότερο έσοδο του εναγομένου σωματείου, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο από το εναγόμενο συνοπτικό πίνακα αδειών Θήρας ετών 2009-2013, από τα αντίγραφα των φύλλων του βιβλίου ταμείου, περί των εσόδων και εξόδων ετών 2010-2014 και από τους προϋπολογισμούς των ετών 2009-2013. Συγκεκριμένα, τα έσοδα του εναγομένου από τις συνδρομές των μελών, την έκτακτη εισφορά και από τις συνδρομές των νέων μελών, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία κατά τα έτη – που ενδιαφέρουν εν προκειμένω – 2009-2013 και δη: α) κατά το οικονομικό έτος 2009. στο ποσό των 40.325 ευρώ, 24.970 ευρώ και 172,50 ευρώ αντιστοίχως, β) κατά το οικονομικό έτος 2010, στο ποσό των 34.188,16 ευρώ, 22.910 ευρώ, 112,50 ευρώ, γ) κατά το οικονομικό έτος 2011, στο ποσό των 31.200,60 ευρώ, 20.940 ευρώ και 175 ευρώ, δ) κατά το οικονομικό έτος 2012, στο ποσό των 27.475,60 ευρώ, 27.640 ευρώ και 132 ευρώ, και ε) κατά το οικονομικό έτος 2013, στο ποσό των 26.447,50 ευρώ, 26.625 ευρώ και 93 ευρώ. Μάλιστα, ενόψει της μείωσης των εσόδων, αποφασίσθηκε από την Γενική Συνέλευση του εναγομένου η επιβολή έκτακτης εισφοράς αρχικά ποσού 10 ευρώ, η οποία συνεχίστηκε να επιβάλλεται και κατά τα έτη 2010-2013, έχοντας μάλιστα, το έτος 2012, αυξηθεί στο ποσό των 15 ευρώ (βλ. τις υπ’ αριθμ. 164/21-6-2009, 170/11-7-2010,

174/3-7-2011 και 180/6-11-2012 πράξεις της Γενικής Συνέλευσης, που προσκομίζονται από το εναγόμενο περί επιβολής έκτακτης εισφοράς). Με τα δεδομένα λοιπόν της μείωσης των εσόδων, και της εξ αιτίας αυτής προσπάθειας του Δ.Σ. του εναγομένου για περιορισμό των εξόδων, ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην επίτευξη των σκοπών του, ως αυτοί ορίζονται από το καταστατικό του, στην συνέλευση του εναγομένου σωματείου, από τον Μάιο του 2012, τέθηκε ζήτημα περιορισμού και των αποδοχών του ενάγοντος ζήτημα που συζητήθηκε εκ νέου και στην συνεδρίαση της 27ης-6-2012 ( βλ. τις υπ’ αριθμ. 20/22-5-2012 και 22/27-6-2012 πράξεις της γενικής συνέλευσης) Στα πλαίσια της έρευνας για τον τρόπο μείωσης των αποδοχών του ενάγοντος, κοινοποιήθηκε στον τελευταίο το με αριθμ.πρωτ. …-7-2012 έγγραφο (που προσκομίζεται εκατέρωθεν), με το οποίο έγινε πρόταση στον ενάγοντα να δεχθεί μείωση των αποδοχών του, από 1-7-2012 κατά 22% επί των ακαθάριστων αποδοχών του, με περαιτέρω νέα διαπραγμάτευση από τον Οκτώβριο του 2012 και σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, ενώ τέθηκε στον ενάγοντα προθεσμία 3 ημερών να απαντήσει. Ο ενάγων, απάντησε στο υπ’ αριθμ. πρωτ. …-7-2012 έγγραφο του εναγομένου, με το με αριθμό κατάθεσης 97/7-8-2012 έγγραφο του, με το οποίο ζήτησε να του γνωστοποιήσουν τον λόγο της οικονομικής δυσχέρειας του εναγομένου και της εξ αυτής ανάγκης μείωσης των αποδοχών του και δη κατά 22%. Αντιπρότεινε δε, με το ίδιο ως άνω έγγραφο να μειωθεί ο μισθός του μόνο κατά 5% επί του βασικού του μισθού από το τέλος του Οκτωβρίου του έτους 2011 και πάντα υπό διαπραγμάτευση για την περαιτέρω πορεία. Ενόψει της άρνησης του ενάγοντα στην πρώτη ως άνω πρόταση του εναγομένου, κατά τη συνεδρίαση της 14^-6-2013, αποφασίσθηκε να προταθεί στον ενάγοντα η σύναψη νέας σύμβασης τετράωρης απασχόλησης του, λόγω της μείωσης των εσόδων, και τις ημέρες των αδειών να λειτουργεί το γραφείο του εναγομένου με πρόσθετο προσωπικό (βλ. την προσκομιζόμενη από το εναγόμενο υπαριθμ. 5/14-6-2013 πράξη του Δ.Σ. του εναγομένου). Σε εκτέλεση της απόφασής του αυτής, το εναγόμενο, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …-9-2013 έγγραφό του, πρότεινε στον ενάγοντα, επικαλούμενο για ακόμα μία φορά την μείωση των εσόδων του, την σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας επί οκταώρου από 1 Αυγούστου μέχρι 31 Οκτωβρίου και επί τετραώρου για το διάστημα από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιούλιο καθώς επίσης και την χορήγηση – επιπρόσθετου – ειδικού μηνιαίου εισοδήματος για την λογιστική επιμέλεια των υποθέσεων, τάσσοντας στον ενάγοντα τριήμερη προθεσμία για να απαντήσει. Ο ενάγων με το από 3-10-2013, έγγραφο του, απάντησε στο ως άνω (αριθμ. πρωτ. …2013) έγγραφο του εναγομένου περί μερικής απασχόλησης, ζητώντας να του χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης που λήφθηκε για την μερική απασχόλησή του, καθώς και το έντυπο της σύμβασης εργασίας που επιθυμούσε το εναγόμενο να εφαρμοστεί με αναγραφή -επί του εντύπου- και των μηνιαίων απολαβών του. Το εναγόμενο κοινοποίησε στον ενάγοντα το έντυπο της νέας σύμβασης εργασίας, που όμως αφορούσε αυτή τη φορά πλήρη απασχόληση με συνολικές αποδοχές 920,51 ευρώ, ορίζοντας για ακόμη μία φορά στον ενάγοντα προθεσμία απάντησης (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …-10- 2013 έγγραφο, που προσκομίζεται εκατέρωθεν). Ο ενάγων, με το από 24-10- 2013 έγγραφό του (με αριθμό πρωτ. κατάθεσης …31-10-2013), επικαλούμενος την ανάγκη κάλυψης βιοποριστικών του αναγκών, αντιπρότεινε μείωση των αποδοχών του, στο ποσό των 1.150 ευρώ. Τελικά, το εναγόμενο και μετά από τις ως άνω διαπραγματεύσεις, μετά από λήψη σχετικής απόφασης, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας,. στις 15-11-2013, καταγγελία που κοινοποιήθηκε στο- ένάγοντα, στις 22-11-2013, ως προκύπτει από το σχετικό έντυπο της καταγγελίας που προσκομίζεται εκατέρωθεν με περαιτέρω ορισμό καταβολής αποζημίωσης σε έξι μηνιαίες δόσεις. Υπό τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά, ήτοι: α) της επιβεβλημένης, από την μείωση των εσόδων του εναγομένου, ανάγκης μείωσης και των εξόδων αυτού, μεταξύ αυτών και οι αποδοχές του ενάγοντα, και β) της προηγούμενης εξάντλησης από το εναγόμενο των διαθέσιμων και πρόσφορων ηπιότερων – της καταγγελία- λύσεων και μέσων και δη των προτάσεων (δύο) για μείωση των αποδοχών και για μερική απασχόληση, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση, ότι η καταγγελία ήταν επιβεβλημένη από τα πράγματα, προς προστασία των καλώς εννοουμένων συμφερόντων του εναγόμενου σωματείου και άρα δεν ήταν καταχρηστική, καθόσον, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ενήργησε δια του νομίμου εκπροσώπου του από εμπάθεια, εκδικητικότητα, ή και ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα…..Ούτε επίσης αποδείχθηκε αντίθεση της καταγγελίας στην παρ.8 του άρθρου 38 του ν.1892/1990, δεδομένου ότι προηγήθηκαν της πρότασης για μερική απασχόληση του ενάγοντος δύο προτάσεις για την μείωση των αποδοχών του τελευταίου, χωρίς ωστόσο να γίνουν δεκτές από τον ενάγοντα. Εξάλλου, θα πρέπει να τονιστεί, ότι οι ως άνω διαπραγματεύσεις για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος έγιναν χρονικά σε εποχή, κατά την οποία, η χώρα είχε ήδη εισέλθει σε περίοδο οικονομικής κρίσης (γεγονός που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη ως πασίγνωστο, κατ άρθρο 336 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), με άμεσα επακόλουθα αυτά της μεγάλης μείωσης των αποδοχών των μισθωτών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και ήταν εύλογο να ερευνηθεί και από το εναγόμενο η μείωση των αποδοχών του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη, ότι εν προκειμένω το εναγόμενο αποτελεί σωματείο που δεν επιδιώκει – και δεν μπορεί άλλωστε εκ του νόμου – κερδοσκοπικό σκοπό και όχι επιχείρηση που οι εταίροι αυτής αποκομίζουν οικονομικά οφέλη, ώστε μία τέτοια πρόταση για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος – εργαζομένου να ακούγεται παράλογη ή έστω κινούμενη από ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα. Ο τελευταίος δε, έδειξε πρόθεση διαπραγμάτευσης μόνο κατά το χρόνο που το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και δη την αυτή με την καταγγελία ημέρα – που είχε καταχωρηθεί ηλεκτρονικά στις 15-11-2013, κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 22-11-2013- συντάσσοντας και κοινοποιώντας στο εναγόμενο το φέρον ημεροχρονολογία 11-11-2013 έγγραφό του, το οποίο όμως κατατέθηκε στο εναγόμενο στις 15-11- 2013 (ως προκύπτει από την σφραγίδα, περί της παραλαβής του εγγράφου, που έχει τεθεί στο έγγραφο που προσκομίζεται από το εναγόμενο) με το οποίο και διευκρίνιζε ότι η μη αποδοχή των προτάσεων του εναγομένου αφορούσε μόνο την υπογραφή νέας σύμβασης εργασίας όχι και την εν γένει μείωση των αποδοχών του, χωρίς όμως, για ακόμη μία φορά, ο ενάγων να θέτει συγκεκριμένη αντιπρόταση. …..η πρόσληψη της νέας υπαλλήλου, Μ. Κ., έγινε από το εναγόμενο στις 27-11-2013 και όχι σε προγενέστερο της απόλυσης του ενάγοντος χρόνου, ως ισχυρίζεται ο τελευταίος, ενώ επίσης η ως άνω υπάλληλος απασχολείται στο εναγόμενο από την πρόσληψή της με καθεστώς μερικής απασχόλησης και με αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 500 ευρώ, ως τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το έντυπο (3) αναγγελίας πρόσληψης της Μ. Κ., τα έντυπα των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας και τις μισθοδοτικές καταστάσεις, που προσκόμισε το εναγόμενο …

 

Συνεπώς, ..η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν έγκυρη και επομένως, τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδοχής από το εναγόμενο των υπηρεσιών του ενάγοντος, καθώς και αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στον ενάγοντα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. Τα ανωτέρω, περί του εγκύρου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, αποδείχθηκαν πλήρως από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, που είναι επαρκείς για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε ασφαλή δικανική πεποίθηση, χωρίς να απαιτείται, όπως αβάσιμα αιτείται το εναγόμενο, η διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να εξεταστεί από ειδικούς, ο προσκομιζόμενος, από το εναγόμενο, αποσπώμενος ψηφιακός δίσκος (USB) απορριπτομένου ως εκ τούτου του σχετικού αιτήματος. …Το εναγόμενο καθ ολη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον ενάγοντα επικαλέστηκε και ανέγραψε αντιστοίχως στα έγγραφα που κοινοποίησε στον ενάγοντα, ως μοναδικό λόγο των προσπαθειών για μείωση των αποδοχών του ενάγοντος, την μείωση των εσόδων του ιδίου (εναγομένου), λόγος, που κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα, υφίστατο και επέφερε εγκύρως την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Ουδέποτε έκανε – έγγραφη τουλάχιστον – αναφορά σε επιπρόσθετους λόγους παράβασης και παραμέλησης των καθηκόντων του ενάγοντος (επειδή παρείχε λογιστικές υπηρεσίες σε τρίτους, ή επειδή πωλούσε, αντί μειωμένου τιμήματος, είδη κυνηγιού αλλά και μέλι)…. Το εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα – για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-1-2009 μέχρι και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας – αποδοχές υπολογίζοντας όμως αυτές με βάση τον μισθό του διοικητικού υπαλλήλου και όχι του οικονομικού – λογιστικού προσωπικού και ειδικότερα, το εναγόμενο κατέβαλε στον ενάγοντα, καθ’ ολο το ως άνω χρονικό διάστημα, το ποσό των 1.346,84 ευρώ. Ο ενάγων όμως, ενόψει του είχε και την οικονομική – λογιστική διαχείριση του εναγομένου σωματείου, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναγραφόμενα, και δεδομένου ότι είχε γνωστοποιήσει στο εναγόμενο της οικογενειακή και προσωπική του κατάσταση (ήτοι έγγαμος, και σπουδές λογιστικής) δικαιούταν να λάβει τα ακόλουθα ποσά: α) ………» Με τις άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά, ως προς την μη καταχρηστικότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθώς και την μη επιδίκαση μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174, 180, 281, 914, 932 ΑΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, κατά τις άνω παραδοχές, ενόψει : α) της επιβεβλημένης, από την μείωση των εσόδων του εναγόμενου σωματείου, ανάγκης μείωσης και των εξόδων αυτού, μεταξύ αυτών και των αποδοχών του ενάγοντος, και β) της προηγούμενης εξάντλησης από το εναγόμενο των διαθέσιμων και πρόσφορων ηπιότερων της καταγγελίας λύσεων και μέσων και δη των προτάσεων (δύο) για μείωση των αποδοχών και για μερική απασχόληση, η καταγγελία ήταν επιβεβλημένη από τις υπάρχουσες πραγματικές συνθήκες, για την προστασία των καλώς εννοουμένων συμφερόντων του εναγόμενου σωματείου και επομένως δεν ήταν καταχρηστική, δεδομένου μάλιστα ότι το εναγόμενο δεν ενήργησε δια του νομίμου εκπροσώπου του από εμπάθεια, εκδικητικότητα, ή και ταπεινά εργοδοτικά κίνητρα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη η χώρα είχε ήδη εισέλθει σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

 

Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ’ αριθμό 11 εγγράφου- πρακτικού της Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της 04.11.2013, στηριχθέν αποκλειστικά σ’ αυτό, αλλά δέχθηκε ότι δεν συντρέχει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας αλλά οικονομικοτεχνικοί λόγοι που δικαιολογούσαν την καταγγελία, στηριζόμενο στην εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ ( και όχι από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ) είναι αβάσιμος. Σημειώνεται τέλος ότι ο αναιρεσείων απαραδέκτως υπό την επίφαση της συνδρομής των ως άνω αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 αρ.19 και 20 ΚΠολΔ πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας Κατόπιν των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί οι αναιρεσείων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (άρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 13.12.2016 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 95/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών Και

 

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα κατά την 7 Ιουλίου 2018.

 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του κατά την 25 Σεπτεμβρίου 2018.