Σε επικίνδυνες ατραπούς η ανώνυμη εταιρία.

 

Του Γεώργιου Μάτσου

 

Δραματικές θα είναι οι επιπτώσεις στις εσωτερικές ισορροπίες των ανωνύμων εταιριών από 1 Ιανουαρίου 2019, οπότε τίθεται σε ισχύ ο νέος νόμος 4548/2018, που αντικαθιστά τον κ.ν. 2190/1920.

Η πλέον κρίσιμη πτυχή αυτού του νόμου ελάχιστα έχει δει το φως της δημοσιότητας.

 

Πρόκειται για την απαγόρευση να ψηφίζουν οι μέτοχοι στη Γενική Συνέλευση των ανωνύμων εταιριών για όσα ζητήματα τους αφορούν, διότι κατά τη λογική του νέου νόμου υπάρχει τότε «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ μετόχου και εταιρίας. Μπορούν να ψηφίζουν μόνον οι μέτοχοι που δεν έχουν «σύγκρουση συμφερόντων».

 

Η απαγόρευση αυτή, συνδυαζόμενη και με τη ρητή θέσπιση αντίστοιχης απαγόρευσης να ψηφίζουν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στις συνεδριάσεις του, όταν αυτά έχουν «σύγκρουση συμφερόντων», αναμένεται να επιφέρει τεράστια προβλήματα στη μεγάλη πλειονότητα των εταιριών.

Τούτο, διότι η απαγόρευση ψήφου αφορά εξ ορισμού όχι τους μετόχους της μειοψηφίας – η ψήφος των οποίων μικρή αξία είχε έως τώρα, ιδίως όταν υπάρχει μέτοχος πλειοψηφίας με 50,01% ή δύο τρίτα των ψήφων – αλλά κατεξοχήν τους μετόχους της πλειοψηφίας, η ψήφος των οποίων καθόριζε έως σήμερα την κατεύθυνση των εταιρικών πραγμάτων.

 

Προκειμένου να μην κουράσουμε με λεπτομερή ανάλυση των περίπλοκων νέων διατάξεων (ιδίως άρθρα 99 και 100 του νέου νόμου, που αντικαθιστούν το άρθρο 23α κ.ν. 2190/1920 – παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα περί του συμβαίνει με το νέο νόμο.

 

Πρώτο παράδειγμα:

Μητρική εταιρία θέλει να προβεί σε συναλλαγή μείζονος μεγέθους με κατά 92% θυγατρική της εταιρία, την οποία νόμιζε ότι ελέγχει απόλυτα. Το υπόλοιπο 8% κατέχεται από πρώην συνεργαζόμενη εταιρία, με την οποία σήμερα διατηρεί εχθρικές σχέσεις.

Σύμφωνα με το νέο νόμο, η συναλλαγή είναι άκυρη, εάν δεν λάβει ειδική απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο της θυγατρικής εταιρίας, στην οποία εν συνεχεία έχουν δικαίωμα να αντιταχθούν μέτοχοι που ελέγχουν τουλάχιστον το 5% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής. Εάν λοιπόν στο παράδειγμά μας αντιταχθούν οι εχθρικοί μέτοχοι του 8%, το θέμα πρέπει να αχθεί στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, που συγκαλείται υποχρεωτικά για να εγκρίνει τη συναλλαγή. Στη Γενική αυτή Συνέλευση λοιπόν, η μητρική εταιρία πολύ απλά δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Ψηφίζει μόνον ο εχθρικός μέτοχος του 8%, στο έλεος του οποίου βρίσκεται πια η σχέση της θυγατρικής με τη μητρική της.

 

Δεύτερο παράδειγμα:

Έστω οικογενειακή εταιρία στην οποία «ξέμεινε» από κληρονομιά ένα ποσοστό της τάξης του 6% σε τεμπέλη ξάδερφο. Το υπόλοιπο 94% ελέγχεται από τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρίας, οι οποίοι κάθε χρόνο ενέκριναν τις αμοιβές τους για τις υπηρεσίες τους προς την εταιρία κατά τα άρθρα 23α και 24 κ.ν. 2190/1924, ψηφίζοντας στη Γενική Συνέλευση με το 94% των ποσοστών τους.

 

Με το νέο νόμο, όμως, οι μέτοχοι/μέλη Δ.Σ. υποχρεούνται να παραπέμψουν το ζήτημα των αμοιβών τους στη Γενική Συνέλευση, όπου επειδή αυτοί του 94% έχουν «σύγκρουση συμφερόντων» με την εταιρία, δεν δικαιούνται να ψηφίσουν, ενώ δικαιούται να ψηφίσει μόνον ο τεμπέλης ξάδερφος του 6%.

 

Τι υποθέτουν άραγε οι εμπνευστές του νέου νόμου ότι θα κάνει ο τεμπέλης ξάδερφος του παραδείγματος; Ότι θα ψηφίσει με βάση «το εταιρικό συμφέρον»; Ή ότι θα «ψήσει το ψάρι στα χείλη», κατά το κοινώς λεγόμενο, στους μετόχους της πλειοψηφίας, που τώρα πια είναι στο έλεός του, εκβιάζοντας για να αποκτήσει αθέμιτα οφέλη που δεν δικαιολογεί το ποσοστό του;

 

Σύγκρουση συμφερόντων είναι νοητή μόνον όταν υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Οι εμπορικές εταιρίες υπάρχουν και φτιάχνονται πρωτίστως για το συμφέρον των μετόχων και των εταίρων τους και όχι για ένα αόριστο «εταιρικό», δήθεν οιονεί δημοσίου χαρακτήρα συμφέρον. Το εταιρικό συμφέρον είναι το συμφέρον των μετόχων. Όλων των μετόχων. Δεν μπορεί να στερείται ο μέτοχος πλειοψηφίας, που ελέγχει και το Δ.Σ., το συμφέρον του, χάριν του μετόχου μειοψηφίας.

 

Πολλοί θα υπέθεταν ότι ο νέος νόμος είναι «κομμουνιστικός» και οφείλεται ίσως στην ιδεολογία της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης. Δεν αποκλείεται να συμβαίνει και αυτό, όμως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.

 

Χειρότερα, διότι ο νέος νόμος οφείλεται καταρχήν σε Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγία 2017/828/ΕΕ). Εδώ υπάρχουν βέβαια δύο σημαντικοί αστερίσκοι. Πρώτον: Η Οδηγία προβλέπει αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου από τους μετόχους μόνον στην περίπτωση εισηγμένων εταιριών. Δεύτερον, η ίδια Οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρήσουν το δικαίωμα ψήφου στους μετόχους με «σύγκρουση συμφερόντων», ακόμη και για τις εισηγμένες, εάν εισάγουν ασφαλιστικές δικλείδες υπέρ του εταιρικού συμφέροντος και των μετόχων μειοψηφίας.

 

Ήταν, συνεπώς, επιλογή της Ελλάδας, τόσο η εφαρμογή της Οδηγίας στις μη εισηγμένες, όσο και η μη χρήση της εξαίρεσης που επιτρέπει διατήρηση του δικαιώματος ψήφου για τους μετόχους με «σύγκρουση συμφερόντων» (δηλαδή: για τους μετόχους πλειοψηφίας).

 

Η επέκταση της αφαίρεσης του δικαιώματος ψήφου των μετόχων στις μη εισηγμένες καθίσταται ακόμη πιο προβληματική, εάν συνυπολογισθούν δύο ακόμη παράμετροι: Πρώτον, η μεγάλη πλειονότητα των μη εισηγμένων είναι οικογενειακές εταιρίες, με την πρόσθετη περιπλοκότητα των προσωπικών-ενδοοικογενειακών σχέσεων. Δεύτερον, δημιουργείται πλέον σοβαρό πρόβλημα σε όλες τις σχέσεις μητρικών-θυγατρικών, με την εξαίρεση όσων είναι κατά 100% θυγατρικές.

 

Είναι φανερό ότι σε οικογενειακού ή συνεταιρικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, τέτοιες προβλέψεις αφαίρεσης του δικαιώματος ψήφου των μετόχων δημιουργούν εξ ορισμού πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα δήθεν επιλύει. Στην Ελλάδα μάλιστα, ακόμη και εισηγμένες εταιρίες διατηρούν συχνά τον οικογενειακό ή συνεταιρικό χαρακτήρα τους, πράγμα που καθιστά την ελληνική ρύθμιση ακόμη πιο ακατάλληλη για το εγχώριο περιβάλλον.

 

Αλλά και έναντι έστω μόνον της ευρωπαϊκής ρύθμισης επιβάλλεται να σταθεί κανείς επικριτικά για την κάκιστη ιδέα της αχρήστευσης του δικαιώματος ψήφου των μετόχων υπό τον ψεύτικα ευλογοφανή τίτλο της «σύγκρουσης συμφερόντων». Η Ευρώπη άνοιξε έναν ασκό του Αιόλου με πολύ επικίνδυνες δυνητικές συνέπειες. Με πρόσχημα το εταιρικό συμφέρον, στερεί από τον μέτοχο το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της εταιρίας, που αντιπροσωπεύει κάθε μετοχή. Ταυτίζει δε εκ του μη όντος το εταιρικό συμφέρον με αυτό του μετόχου μειοψηφίας. Ο τελευταίος επαυξάνει υπερβολικά τη δύναμή του, έχοντας μεγαλύτερη ισχύ σε κρίσιμα ζητήματα από τον μέτοχο πλειοψηφίας.

 

Αποτελεί πλάνη να θεωρεί ο ευρωπαίος νομοθέτης ότι ο μέτοχος μειοψηφίας είναι περίπου ένας καλοκάγαθος κακομοίρης που τίποτε άλλο δεν έχει στο μυαλό του, παρά το εταιρικό συμφέρον και το καλό του μετόχου πλειοψηφίας. Ενώ αντίθετα ο μέτοχος πλειοψηφίας με τη «σύγκρουση συμφερόντων» είναι εξ ορισμού «λαμόγιο» που άλλο τίποτε δεν θέλει, παρά το κακό της εταιρίας και του μετόχου μειοψηφίας.

 

Μια τέτοια ρύθμιση όχι μόνον «κομμουνιστική» δεν είναι (αφού κανένα δικαίωμα δεν δίνει π.χ. στους εργαζόμενους για συνδιοίκηση της εταιρίας), αλλά είναι ευθέως αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και μακάρι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποδείξει αύριο-μεθαύριο ότι υπάρχει κράτος δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Είναι λάθος ακόμη και να νομίζουμε ότι ο νέος νόμος θα προστάτευε από φαινόμενα όπως αυτό της ελληνικής εισηγμένης με τους φερόμενους ως ψευδείς ισολογισμούς. Ειδικά αυτό, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με απλή τήρηση των υπαρχόντων νόμων.

 

Αντίστροφα όμως, σε άλλο πρόσφατο παράδειγμα ελληνικής εισηγμένης, που χαιρετίσθηκε ως «νίκη της εταιρικής διακυβέρνησης», οι μέτοχοι της σημερινής πλειοψηφίας επένδυσαν δεκάδες εκατομμύρια για να αποκτήσουν την πλειοψηφία αυτή και βλέπουν ξαφνικά το θεμιτό προσωπικό τους συμφέρον να γίνεται έρμαιο των μετόχων μειοψηφίας. Σύμφωνα μάλιστα με το οικονομικό ρεπορτάζ, οι τελευταίοι έχουν επενδύσει σε άλλη εταιρία, ανταγωνίστρια της παλιάς τους εταιρίας. «Σύγκρουση συμφερόντων» όμως με την παλιά τους εταιρία, κατά τη λογική της Οδηγίας, δεν έχουν καμία – μόνον οι μέτοχοι πλειοψηφίας έχουν. Αντιλαμβάνεται κανείς τους παραλογισμούς του νέου νόμου.

 

Κανένας δεν θα έχει όρεξη να επενδύσει σε τίποτε στην Ελλάδα, κανείς δεν θα θέλει να φτιάξει το παραμικρό, εάν δεν προσδοκά να μπορεί να κάνει ο ίδιος διαχείριση του κέρδους του και όχι να το αφήνει στο έλεος τρίτων προσώπων ή έστω και των συνεταίρων του, χωρίς να έχει ο ίδιος δικαίωμα απόφασης ή συναπόφασης στις σχέσεις του με την εταιρία.

 

Ποιος ξένος επενδυτής θα θέλει έναν Έλληνα συνεταίρο της τάξης του π.χ. 20%, εάν η σχέση του με την ελληνική εταιρία του θα είναι στο έλεος του 20%. Αντίστροφα, πώς θα παραχωρήσει ο Έλληνας μέτοχος σε ξένο επενδυτή αντίστοιχο μειοψηφικό ποσοστό, όταν θα ξέρει ότι χάνει κάθε δικαίωμα απόφασης ή συναπόφασης για όσα θα τον αφορούν άμεσα σε σχέση με την εταιρία;

 

Στο καπιταλιστικό σύστημα οι εταιρίες φτιάχνονται και υπάρχουν για το κέρδος των εταίρων. Δεν νοείται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εταιρίας και αυτού για χάρη του οποίου υπάρχει η εταιρία. Ακόμη και στο κομμουνιστικό σύστημα, η εταιρία υπάρχει χάριν των εργαζομένων. Πουθενά στον κόσμο δεν νοείται η εταιρία να υπάρχει χάριν των μετόχων μειοψηφίας. Η Ευρώπη θέλει όμως να πρωτοτυπήσει. Γιατί; Διότι έχει μια ρομαντική και αυτοκαταστροφική αντίληψη περί του τι ακριβώς εκπροσωπεί ο μέτοχος μειοψηφίας;

 

Ή διότι θέλει να ευνοήσει funds και τράπεζες που συνήθως είναι ακριβώς μέτοχοι μειοψηφίας;

 

Και εάν η Ευρώπη εξυπηρετεί εντέλει κάποιο συμφέρον, έστω των funds και των τραπεζών, τουλάχιστον αυτό δίδει μια εύλογη εξήγηση περί του γιατί να υιοθετεί τέτοιες ρυθμίσεις. Η Ελλάδα όμως, γιατί υπερθεματίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό;

 

* Γεώργιος Ι. Μάτσος – Δ.Ν., Δικηγόρος

 

27 Σεπτεμβρίου 2018

Πηγή : capital.gr