Απόφαση 1385 / 2015    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1385/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πάσσο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο τμήμα), Ασπασία Καρέλλου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Γ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Κούκη – Μπιθαρά, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΡΥΜΟΥΛΚΑ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και 2)εταιρείας με την επωνυμία «… ΡΥΜΟΥΛΚΗΣΕΙΣ -ΝΑΥΑΓΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύουν στον Πειραιά και εκπροσωπούνται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Αθανασούλια, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/12/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 157/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 661/2014 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/11/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπαηλιάδης ανέγνωσε την από 12/5/2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιαφόρως αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν παραβιάσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα, έννοια διαφορετική από την αληθινή ( Ολ. Α.Π. 2/2013, Ολ. Α.Π. 7/2006, Ολ. Α.Π. 36/1988, Α.Π. 1632/2013 ). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών γεγονότων, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση (Α.Π. 625/2008, Α.Π. 38/2008).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ( έλλειψη αιτιολογίας ) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του ( ανεπαρκής αιτιολογία ) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους [ ( αντιφατική αιτιολογία ( Ολ. Α.Π. 1/1999 ) ]. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες ( Α.Π. 622/1983 ). Εξάλλου το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες ( Α.Π. 413/1993 ). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες ( Ολ. Α.Π. 861/1984 ). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε ( Α.Π. 1547/1997 ). Αν η ασάφεια, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων ή την εκτίμηση εγγράφου ή παράβαση των δικονομικών διατάξεων, ο σχετικός λόγος απορρίπτεται, ως απαράδεκτος. Άλλωστε, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν » αιτιολογία » της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της ερευνωμένης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα, αυτοτελείς ισχυρισμούς, επιχειρήματα των διαδίκων.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 1082/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος Ι.Α. 5 του Νόμου 4254/2014, » Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού να χορηγούν εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι επ’ αυτών κρατήσεις θα πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά. Δεν απαιτείται υπογραφή του εργαζομένου σε αποδεικτικό χορηγήσεως του εκκαθαριστικού σημειώματος. Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Νόμου 3996/2011, όπως ισχύει «. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 424 του Α.Κ. και 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και την χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη. Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, ήτοι να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, την αιτία καταβολής ενός εκάστου, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική, κατά την ως άνω έννοια, θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον, μάλιστα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ( άρθρα 663 και επόμ. του Κ.Πολ.Δ. ) επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ( Α.Π. 24/2000 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 661/2014 προσβαλλομένη απόφαση το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, επί της ενστάσεως εξοφλήσεως των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος ναυτικού, την οποίαν οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσίβλητες ναυτικές εταιρείες παραδεκτώς είχαν προβάλλει ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε τα εξής : Ότι οι εναγόμενες, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, προσκομίζουν είκοσι τέσσερεις ( 24 ) αποδείξεις καταβολής των αποδοχών του ενάγοντος, για καθένα από τους μήνες του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Ότι ο ενάγων δεν αμφισβητεί την γνησιότητα των αποδείξεων αυτών, αλλά αρνείται ότι έλαβε τα χρηματικά ποσά που αναγράφονται σ’ αυτές. Ότι στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται μόνο το συνολικό χρηματικό ποσό, που αντιστοίχως είχε καταβληθεί στον ενάγοντα, χωρίς ανάλυση των επιμέρους χρηματικών ποσών για κάθε είδος αποδοχών και, μάλιστα, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας άδειας, για υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ήτοι για τις ένδικες απαιτήσεις. Ότι οι αποδείξεις αυτές λόγω της γενικότητας με την οποίαν έχουν συνταχθεί, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την επιβεβαίωση της καταβολής των ενδίκων απαιτήσεων. Ότι, παρά ταύτα, από τις προσκομιζόμενες έξη ( 6 ) αναλυτικές βεβαιώσεις αποδοχών του έτους 2011, από τις δέκα τρεις ( 13 ) αναλυτικές βεβαιώσεις αποδοχών του έτους 2010, καθώς και από τις πέντε ( 5 ) αναλυτικές βεβαιώσεις αποδοχών του έτους 2009, σε συνδυασμό α ) με τις οριστικές δηλώσεις αποδόσεως φόρου μισθωτών υπηρεσιών, που έχουν υποβάλλει αρμοδίως οι εναγόμενες εταιρείες και αναφέρονται σε μέρος του ενδίκου χρονικού διαστήματος, β ) με τις επισυναπτόμενες βεβαιώσεις αποδοχών των πληρωμάτων των πλοίων των εναγομένων, στα οποία περιλαμβάνεται και ο ενάγων και γ ) με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, οι οποίοι έχουν συνυπηρετήσει με τον ενάγοντα, αποδεικνύεται ότι προς αυτόν καταβλήθηκαν για τις ως άνω αιτίες τα αντιστοίχως αναφερόμενα χρηματικά ποσά (ακολουθεί αναλυτική παράθεση στην προσβαλλομένη απόφαση). Ότι εκ των καταβολών αυτών αποδεικνύεται ότι οι μεν αξιώσεις του ενάγοντος έναντι της δεύτερης από τις εναγόμενες έχουν εξοφληθεί πλήρως, εκ δε των αξιώσεων αυτού έναντι της πρώτης εξακολουθεί να οφείλεται μόνο το χρηματικό ποσό των 8.064,52 ΕΥΡΩ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές ως προς την ένσταση εξοφλήσεως και αφού είχε προηγηθεί αναλυτικός υπολογισμός των όσων δικαιούταν ο ενάγων για τις αιτίες που αναφέρθηκαν, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς εξαφάνισε την τότε υπ’ αριθμ. 157/2013 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς τη δεύτερη από τις εναγόμενες και την έκανε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη, επιδικάζοντας στον ενάγοντα το ως άνω υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Με την κρίση αυτή, το Δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας σκέψεως και με πλήρη αιτιολογία υπήγαγε σ’ αυτές όσα ανελέγκτως δέχθηκε. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., που αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, είναι αβάσιμος.
Επίσης, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή περιγραφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης ( Α.Π. 178/2010 ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. α του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει.
Με τον τρίτο και το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται το παράπονο, αντιστοίχως, ότι το Δικαστήριο της ουσίας α ) παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένσταση εξοφλήσεως των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, δοθέντος ότι αυτή, κατά τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, έχει διατυπωθεί αορίστως ( άρθρο 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ. ) και β ) παρά το νόμο έλαβε υπόψη τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στην ανωτέρω σκέψη ( βεβαιώσεις αποδοχών και αναλυτικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας ), δοθέντος ότι αυτά είναι ψευδή και συντάχθηκαν εκ των υστέρων, πράγμα που προκύπτει από το ότι δεν φέρουν την υπογραφή του αναιρεσείοντος, ομοίως δε και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητες, δοθέντος ότι τα πρόσωπα που τις έχουν δώσει είναι αναξιόπιστα ( άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α του Κ.Πολ.Δ. ). Αμφότεροι οι λόγοι ελέγχονται ως απαράδεκτοι, διότι ερείδονται επί ισχυρισμών οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας ( άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. ), περιστατικό το οποίο ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται, ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει. Επομένως, ο τρίτος και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι απαράδεκτοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων ( άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ. ), όπως καθορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20 Νοεμβρίου 2014 αίτηση του Κ. Γ. του Γ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 661/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων οκτακοσίων ( 1.800 ) ΕΥΡΩ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ