Άρθρο 293

Ρυθμίσεις οφειλών που προέρχονται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, καθώς και από καταπτώσεις της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και λοιπές συνοδευτικές διατάξεις για την εφαρμογή τους

  1. Βεβαιωμένες οφειλές στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και στα Ελεγκτικά Κέντρα, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90, Κ.Ε.Δ.Ε.), που προέρχονται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, με εκδοθείσες έως και το έτος 2012 υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 2332/1995 (Α’ 181) ή παροχής της εγγύησης της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ» (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή της εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ (ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ), όπως ισχύουν, τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7.10.2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες, δύνανται να ρυθμίζονται σε έως και εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, εφόσον έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης από την 7η Οκτωβρίου 2019 μέχρι την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή σε ρύθμιση, με απαλλαγή κατά ποσοστό από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν ως ακολούθως:

α) Εφάπαξ με απαλλαγή κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).

β) Από δύο (2) έως και τέσσερις (4) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%).

γ) Από πέντε (5) έως και δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%).

δ) Από δεκατρείς (13) έως και είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%).

ε) Από είκοσι πέντε (25) έως και τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%).

στ) Από τριάντα επτά (37) έως και σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό σαράντα πέντε τοις εκατό (45%).

ζ) Από σαράντα εννέα (49) έως και εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).

η) Από εξήντα μία (61) έως και εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

θ) Από εβδομήντα τρεις (73) έως και ενενήντα έξι (96) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

ι) Από ενενήντα επτά (97) έως και εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).

2.Με την υπαγωγή και υπό την προϋπόθεση της τήρησης του προγράμματος ρύθμισης δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε..

3.Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των είκοσι (20) ευρώ.

4.Στη ρύθμιση του παρόντος υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των καταχωρημένων στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης που είναι ληξιπρόθεσμα έως και την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής οφειλών της παρ. 1, οι οποίες δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.

5.α. Οι απαλλαγές της παρ. 1 υπολογίζονται επί των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε, όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση.

β. Βασικές συνολικές οφειλές που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης της παρούσας, αντί των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, από την υπαγωγή σε ρύθμιση, επιβαρύνονται με τόκο που ανέρχεται σε τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3%) ετησίως υπολογισμένο.

γ. Η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση μηδέν κόμμα είκοσι πέντε τοις εκατό (0,25%).

6.Στις ρυθμίσεις των παρ. 1 έως 4 δύνανται, επιπλέον, να υπαχθούν, μετά από επιλογή του οφειλέτη, οφειλές από την ίδια αιτία που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μέχρι την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή σε ρύθμιση, οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση ή άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στη

Φορολογική Διοίκηση βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής και οι οποίες κατά την ημερομηνία της αίτησης:

α) δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής ή

β) τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου.

7.Στις ρυθμίσεις του παρόντος δύνανται να υπάγονται, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις, και οι οφειλές που προέρχονται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, με εκδοθείσες έως και το έτος 2012 υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 2332/1995 ή παροχής της εγγύησης της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ» (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή της εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ (ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ), όπως ισχύουν, τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7 Οκτωβρίου 2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες, οι οποίες θα καταχωρισθούν στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μετά την καταληκτική ημερομηνία υπαγωγής σε πρόγραμμα ρύθμισης σύμφωνα με την παρ. 9, κατόπιν αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής μέσα σε έξι (6) μήνες από την καταχώριση των οφειλών αυτών.

8.α. Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και αφορά και τις οφειλές για τις οποίες αυτός ευθύνεται. Πρόσωπα που ευθύνονται για την καταβολή μέρους της οφειλής δικαιούνται να ρυθμίσουν μέρος αυτό.

β. Στην περίπτωση που από τον χρηματικό κατάλογο δεν προκύπτει ότι η οφειλή προέρχεται από επιχειρηματικά δάνεια και δάνεια φυσικών προσώπων, με εκδοθείσες έως και το έτος 2012 υπουργικές αποφάσεις παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου ή παροχής της εγγύησης της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ» (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή της εταιρείας με την επωνυμία «Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ (ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ), όπως ισχύουν, τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 7 Οκτωβρίου 2019, όπως αναγράφεται στο αίτημα κατάπτωσης των τραπεζών στις αρμόδιες Υπηρεσίες, απαιτείται για την υπαγωγή στη ρύθμιση η προσκόμιση από τον αιτούντα έγγραφης βεβαίωσης της βεβαιούσης αρχής προς την αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσίας που ορίζει ρητά ότι η οφειλή εμπίπτει στην παρ. 1.

9.Με την επιφύλαξη της παρ. 7, η αίτηση για την υπαγωγή σε πρόγραμμα ρύθμισης των παρ. 1 έως και 4 υποβάλλεται στην υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, που είναι αρμόδια για την είσπραξη της οφειλής μέχρι τις 30 Απριλίου 2021.

10.Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις των παρ. 1 έως 4 η πρώτη δόση καταβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επομένων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.

11.Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής της με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:

α) δεν καταβάλλει δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα,

β) δεν εξοφλήσει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις οφειλές του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης του παρόντος, εντός διμήνου από τη λήξη προθεσμίας καταβολής τους ή εντός διμήνου από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία καταβολής τους έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή,

γ) δεν υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή της, εντός τριών (3) το αργότερο μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης δεν επιτρέπεται η υπαγωγή των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107).

12.Στην περίπτωση που ο οφειλέτης, σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης, εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών ή σε περίπτωση εξόφλησης του συνόλου της οφειλής με οποιονδήποτε τρόπο, τυγχάνει απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, σε ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται με την εξόφληση, σύμφωνα με τις παρ. 1 έως και 4.

13.Ο οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των παρ. 1 έως και 4 δύναται να επιλέξει την υπαγωγή του σε άλλο πρόγραμμα ρύθμισης του παρόντος με διαφορετικό αριθμό δόσεων για το υπόλοιπο προς καταβολή ποσό και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή δικαιούται απαλλαγή από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το εναπομείναν ποσό, σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα ρύθμισης και ο συνολικός αριθμός μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι (120), υπολογιζόμενος από την πρώτη δόση του αρχικού προγράμματος ρύθμισης.

14.Η υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση των παρ. 1 έως και 4 παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:

α) χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4174/2013 (Α’ 170, Κ.Φ.Δ.),

β) αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ή διακόπτεται εφόσον εκκίνησε η εκτέλεσή της. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα,

γ) αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων. Η αναστολή της παρούσας δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, αλλά τα αποδιδόμενα από αυτές ποσά λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά. Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

15.Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:

α) να μην χορηγεί στον οφειλέτη αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Φ.Δ.,

β) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε.,

γ) να επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη.

16.Τα ποσά που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας ή κατόπιν συμψηφισμού καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά.

Ομοίως, τα αποδιδόμενα ποσά από πράξεις εκτέλεσης λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκειά της και δεν πιστώνονται διαφορετικά.

17.Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της.

18.Αρμόδια για τη χορήγηση της ρύθμισης, την παρακολούθηση, την τήρηση των όρων της και την απώλεια αυτής είναι η υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.

19.α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, έπειτα από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, που εκδίδεται εντός μηνός από τη λήξη της καταληκτικής προθεσμίας υπαγωγής στη ρύθμιση του παρόντος, δύναται να παραταθεί η καταληκτική ημερομηνία υπαγωγής για χρονικό διάστημα μέχρι έναν (1) μήνα.

β. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, έπειτα από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.